σωκρατίτης

σωκρατίτης
ὁ, Μ
(ονομασία που αποδίδεται σε ορισμένους γνωστικούς) οπαδός τού Σωκράτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σωκράτης + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”